- δυσκατάρτιστος
- δυσκατάρτιστος, ον,A hard to place rightly, ἐν τῇ ἐπιβάσει, of stallions, Hippiatr.14.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δυσκατάρτιστοι — δυσκατάρτιστος hard to place rightly masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)